- ὀνυχιμαῖος
- ὀνῠχ-ῐμαῖος, α, ον,A of the size of nail-parings, diminutive, Com.Adesp.879.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονυχιμαίος — ὀνυχιμαῑος, α, ον (ΑΜ) αυτός που αποτελείται από ελάχιστα μέρη, από τμήματα μικρού μεγέθους, μικροσκοπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος (Ι) + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. κλοπιμαίος), πιθ. μέσω αμάρτυρου *ονύχιμος] … Dictionary of Greek